- βλαισοχειρία
- ηδυσμορφία του άκρου, χεριού, το οποίο παρουσιάζει σε σχέση με τον πήχυ απόκλιση προς την πλευρά της ωλένης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλαισόχειρας — ο αυτός που πάσχει από βλαισοχειρία … Dictionary of Greek